- Ἀπόλλωνος
- Ἀπόλλωνmasc gen sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Απόλλωνος, δήμος — Νέος δήμος (2.116 κάτ.) του νομού Αρκαδίας, που συστάθηκε με το σχέδιο Καποδίστριας και αποτελείται από τον πρώην δήμο Τυρού και τις πρώην κοινότητες Πέρα Μελάνων και Σαπουνακαίϊκων, που καταργήθηκαν. Έδρα του δήμου ορίστηκε ο οικισμός Παραλία… … Dictionary of Greek
τὠπόλλωνος — Ἀπόλλωνος , Ἀπόλλων masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Φοίβος — Το επικρατέστερο επίθετο του θεού Απόλλωνα. Σημαίνει τον φωτεινό και λαμπερό θεό. * * * ο / Φοῑβος, ΝΑ, και ως επίθ. φοῑβος, οίβη, ον, και φοιβός, ή, όν, Α 1. μυθ. προσωνυμία κυρίως τού Απόλλωνος ως θεού που αντιπροσώπευε την καθαρότητα, την… … Dictionary of Greek
δελφίνιο — (delphinium).Φυτό της οικογένειας των ρανουγκουλιδών, γνωστό και με την ονομασία αγριοσταφίδα. Η οικογένεια αυτή αριθμεί περίπου 200 είδη. Το δ. είναι μονοετής, χνουδωτή πόα, ύψους έως 1 μ. Έχει φύλλα με σχισίματα και μπλε, μεγάλα άνθη, σε… … Dictionary of Greek
Ιηπαιήων — Ἰηπαιήων, ὁ (Α) 1. ως κύριο όν. ὁ Ἰηπαιήων επίθ. τού Απόλλωνος 2. ύμνος προς τιμή τού Απόλλωνος. [ΕΤΥΜΟΛ. Επίθ. τού Απόλλωνος σχηματισμένο από την κραυγή ιή παιών, ιή παιάν με την οποία επικαλούνταν τον θεό] … Dictionary of Greek
Apollonopolis Parva (Coptos) — Apollonopolis Parva or Apollinopolis Parva (Greek: polytonic|Ἀπόλλωνος πόλις μικρά, Ptol. iv. 5. § 70; polytonic|Ἀπόλλωνος πόλις, Strabo xvii. p. 815) or Apollonos Vicus (It. Anton. p. 165), was an ancient town of the Thebaid, in the Coptite Nome … Wikipedia
Edfu — Edfu in Hieroglyphen … Deutsch Wikipedia
АПОЛЛИНОПОЛЬ — • Apollinopolis, Άπόλλωνος πόλις, название нескольких городов Египта, 1. A. magna (πόλις μεγάλη Άπόλλωνος) в Фиваиде на западном берегу Нила, н. Едфу, с развалинами великолепных храмовых построек; 2. Ά. ή μικρά в Фиваиде … Реальный словарь классических древностей
Διδυμαίος — α, ο (Α διδυμαῑος, α, ον) 1. αυτός που κατάγεται από τα Δίδυμα, ο κάτοικος τών Διδύμων 2. το αρσ. ως ουσ. επίθ. τού Διός και τού Απόλλωνος 3. το ουδ. ως ουσ. Διδυμαίον ο ναός Διός και Απόλλωνος στα Δίδυμα τής Μιλήτου αρχ. ονομασία τού τρίτου… … Dictionary of Greek
Κάρνειος — Μυθολογικό πρόσωπο. Ήταν γιος του Δία και της Ευρώπης. Ανατράφηκε στο ιερό άλσος του Απόλλωνα στην Ίδη, από τον ίδιο τον θεό, ο οποίος του δίδαξε τη μαντική, και τη μητέρα του, Λητώ. Κ. ήταν επίσης και μία από τις προσωνυμίες του Απόλλωνα. * * *… … Dictionary of Greek